Γλωσσάρι Γλαυκώματος - Κ

 

  • Κερατοειδής

Είναι η πρόσθια, διαφανής επιφάνεια του οφθαλμού. Οποιοδήποτε πρόβλημα μειώνει τη διαύγεια του κερατοειδή, μειώνει αντίστοιχα και την οπτική οξύτητα (όραση) του ασθενή.


  • Κερατοειδίτις

Η φλεγμονή για οποιοδήποτε λόγο (πχ. λόγω μόλυνσης, ή αλλεργείας, κλπ) του κερατειδή.


  • Κόρη (του οφθαλμού)

Η οπή (τρύπα) στο κέντρο της ίριδας που επιτρέπει την διάβαση του οπτικού ερρεθίσματος προς τον αμφιβληστροειδή.


  • Καταρράκτης

Η θόλωση του φακού (κρυσταλλοειδή) φακού του οφθαλμού. Προκαλείται συνήθως λόγω ηλικίας. Μπορεί επίσης να οφείλεται σε τραυματισμό, έκθεση σε ακτινοβολία, χρήση ορισμένων φαρμάκων ή συστηματικών ασθενείων. Οδηγεί σε μείωση της ποσότητας και της ποιότητας της όρασης.


  • Κερατόκωνος

Η παθολογική αλλοίωση του σχήματος του κερατοειδή όπου υπόκειται σε λέπτυνση και τελικά λαμβάνει κωνικό σχήμα. Μειώνεται σημαντικά η ποσότητα και η ποιότητα της όρασης.


  • Κερατόσφαιρα.

Η παθολογική αλλοίωση του σχήματος του κερατοειδή όπου υπόκειται σε λέπτυνση υπό μορφή σφαίρας. Μειώνεται σημαντικά η ποσότητα και η ποιότητα της όρασης.


  • Κερατοειδικό έλκος

Αποτελεί βλάβη στην εξωτερική επιφάνεια του κερατοειδή με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η πρόσβαση προς τις εσωτερικές στοιβάδες. Μπορεί να προκληθεί από τραυματισμό, από τοπική μόλυνση, από συστηματικές παθήσεις ή συνδυασμό των παραπάνω.

[Επιστροφή]