Γλωσσάρι Γλαυκώματος - N
Ακούσιες, ρυθμικές κινήσεις του ενός ή και των δύο ματιών. Υπάρχουν πολλών ειδών νυσταγμοί, είτε φυσιολογικοί, είτε παθολογικοί.
[Επιστροφή]